- κοινωνιόδραμα
- το(ψυχολ.) θεραπευτική τεχνική που αφορά κυρίως μια ομάδα και έχει ως σκοπό την εξωτερίκευση τών απωθημένων ψυχολογικών τραυμάτων με την αυθόρμητη δραματοποίηση ενός δεδομένου θέματος το οποίο παίζεται από άτομα που βρίσκονται σε αμοιβαία σχέση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. sociodrama < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -drama (πρβλ. δράμα)].
Dictionary of Greek. 2013.